προαίσθηση

προαίσθηση
Στην παρακανονική φαινομενολογία, ειδική περίπτωση εξωαισθητικής αντίληψης και συγκεκριμένα εκείνη όπου η διαίσθηση έχει ως αντικείμενο ένα γεγονός, που δεν έχει συμβεί ακόμα όταν γίνεται αντιληπτό. Το φαινόμενο, που είναι ένα από τα σπανιότερα και περιπλοκότερα του παρακανονικού πανοράματος (αναρίθμητες περιπτώσεις οι οποίες παρουσιάζονται ως φαινόμενα π. οφείλονται στην πραγματικότητα στη χρησιμοποίηση κανονικών γνωστικών μεθόδων, που συνοδεύονται περισσότερο ή λιγότερο από παραψυχολογικούς τρόπους γνώσης) παρουσιάζεται σε διάφορα πολιτιστικά επίπεδα· από την εθνολογία έως τον κόσμο των μυστικιστικών και μέχρι τα πνευματιστικά φαινόμενα, των οποίων επιχειρείται η πειραματική επαλήθευση. Για την εξήγηση της π. προσφέρθηκαν κατά καιρούς διάφορες επιστημονικές θεωρίες, που χρησιμοποιούν τις νεότερες θεωρίες τις αναφερόμενες στις διαστάσεις του χώρου και χρόνου.
* * *
η / προαίσθησις, -ήσεως, ΝΑ [προαισθάνομαι]
η ενέργεια τού προαισθάνομαι, το να αισθάνεται κανείς από πριν κάτι το οποίο πρόκειται να συμβεί στο μέλλον.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • προαίσθηση — η διαίσθηση, πρόγνωση, προαίσθημα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • οίομαι — οἴομαι, επικ. τ. ὀΐομαι, συνηρ. τ. οἶμαι και ενεργ. τ. οἴω, επικ. τ. ὀΐω, λακων. τ. οἰῶ (Α) 1. προαισθάνομαι, προμαντεύω, προβλέπω («γόον δ ὠΐετο θυμός», Ομ. Οδ.) 2. προσδοκώ, περιμένω να συμβεί κάτι 3. υποπτεύομαι, υποψιάζομαι («ἦ τινά που δόλον …   Dictionary of Greek

  • αίσθηση — Φαινόμενο χάρη στο οποίο ο άνθρωπος και τα ζώα αντιλαμβάνονται αυτά που συμβαίνουν στο εσωτερικό του οργανισμού τους ή στο εξωτερικό περιβάλλον, διαμέσου γνωρισμάτων κατάλληλων για τη λήψη διαφόρων ερεθισμάτων και χάρη στις γενικές ιδιότητες της… …   Dictionary of Greek

  • ευοιωνισμός — εὐοιωνισμός, ὁ (Α) καλός οιωνός, προαίσθηση ή προμήνυμα ευτυχίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + οιωνισμός] …   Dictionary of Greek

  • νους — ο (ΑΜ νοῡς, Α και ασυναίρ. τ. νόος) 1. η ικανότητα τού νοείν, σε αντιδιαστολή προς το αισθάνεσθαι, η δύναμη που χαρακτηρίζει τον άνθρωπο να σκέφτεται λογικά, το σύνολο τών λειτουργιών τού ανθρώπινου εγκεφάλου, νόηση, διάνοια («τυφλὸς τὰ τ ὦτα τόν …   Dictionary of Greek

  • οττεία — ὀττεία, αττ. τ. ὀσσεία, ἡ (Α) [οττεύομαι] 1. μαντεία από δυσοίωνους ήχους («σύν οἰωνοῑς καὶ ὀττείαις», Διον. Αλ.) 2. προαίσθηση για κάποιο κακό και ο τρόμος που προέρχεται από αυτήν («ἵνα τὸ τῆς ὀττείας... παραμένον ἐξαιρεθῇ», Διον. Αλ.) …   Dictionary of Greek

  • προμάντευμα — τὸ, ΝΜΑ, και προμάντεμα, Ν [προμαντεύω] πρόρρηση, προφητεία νεοελλ. μσν. προαίσθηση …   Dictionary of Greek

  • προμήνυμα — το, Ν [προμηνύω] 1. προειδοποιητικό μήνυμα, προάγγελμα («προμήνυμα πολέμου») 2. μαντική προαίσθηση, οιωνός («κακά προμηνύματα») …   Dictionary of Greek

  • προπάθεια — ἡ, ΜΑ το αρχικό στάδιο μιας παρόρμησης τής ψυχής αρχ. 1. προαίσθηση για κάτι 2. προκαταρκτικό σύμπτωμα νόσου. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + πάθεια (< παθής < πάθος), πρβλ. συμ πάθεια] …   Dictionary of Greek

  • προϋποκατασκευή — ἡ, Α πρόγευση, προαίσθηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ὑποκατασκευή «κρυφή ετοιμασία, παρασκευή»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”